φροκαλίδι

φροκαλίδι
το
το σκουπίδι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φροκαλίδι — το, Ν υποκορ. τ. τού φρόκαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φροκαλίζω + κατάλ. ίδι (πρβλ. σκουπ ίδι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”